Μια πεζοπορική εκδρομή για αρχάριους στο Άγιον Όρος.

Γιώργος Λιάλιος 27.01.2020 – ΤΑΞΙΔΙΑ ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

Είναι μόλις 6.30 το πρωί –νύχτα ακόμη–, αλλά η Ουρανούπολη έχει ήδη ξυπνήσει. Τα περισσότερα μαγαζιά είναι ανοιχτά. Δεκάδες νυσταγμένοι άνδρες με πρησμένα μάτια και μικρά ή μεγάλα σακίδια στην πλάτη κατευθύνονται προς το «Γραφείο Προσκυνητών» για να παραλάβουν το διαμονητήριό τους. Πίνουν στα γρήγορα έναν καφέ και παίρνουν στο χέρι μια τυρόπιτα, προτού κατηφορίσουν προς την προβλήτα από όπου αναχωρούν τα πλοιάρια.

Μαζί τους και εμείς, μια ομάδα έξι ατόμων (από 40 έως 70 ετών), όλοι «πρωτάρηδες» στο Άγιον Όρος, συμμετέχουμε σε μια πεζοπορική εκδρομή με οδηγό τον Νίκο Τόδουλο, αρχηγό αναβάσεων της Ελληνικής Ομοσπονδίας Ορειβασίας και Αναρρίχησης (ΕΟΟΑ). Η επιλογή αυτή έχει συγκεκριμένα πλεονεκτήματα: κατ’ αρχάς είναι ο ιδανικός τρόπος για να συνδυάσουμε τη γνωριμία με τη φύση και τα μνημεία του Άθωνα. Επιπλέον, δεν χρειάζεται να εμπλακούμε στο «διαδικαστικό» κομμάτι – το διαμονητήριο, που κοστίζει 25 ευρώ, είναι ουσιαστικά η visa για το Άγιον Όρος και πρέπει να έχει τακτοποιηθεί τουλάχιστον ένα με ενάμιση μήνα πριν από την άφιξη. Στη συνέχεια ο επισκέπτης πρέπει να επικοινωνήσει ο ίδιος με το μοναστήρι στο οποίο επιθυμεί να καταλύσει, με ανώτατο όριο τα τρία βράδια. Αυτός είναι ο γενικός κανόνας που ισχύει για τους «κοινούς» επισκέπτες και αυτά ακριβώς ανέλαβε ο οδηγός μας για λογαριασμό μας.

 

ΑΝΑΒΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟ ΔΕΙΠΝΟ

Λίγο αργότερα, λοιπόν, βρισκόμαστε μέσα σε ένα θαλάσσιο «λεωφορείο», με προορισμό τη Σκήτη της Αγίας Άννας. Ο καιρός είναι εξαιρετικός και η διαδρομή μάς δίνει την ευκαιρία να πάρουμε μια πρώτη εικόνα από αυτόν τον απομονωμένο, διαφορετικό κόσμο: τις καταπράσινες, απόκρημνες πλαγιές, τις μικρές προβλήτες (εδώ ονομάζονται αρσανάδες και εξυπηρετούν κάποιο μοναστήρι) και τα ίδια τα θεαματικά οικοδομικά συγκροτήματα των μοναστηριών. Έπειτα από πλεύση περίπου μισής ώρας, αποβιβαζόμαστε στη στεριά. Περίπου 1.800 σκαλιά μετά (τα οποία μπορεί να αποφύγει κανείς αν «ενοικιάσει» μουλάρι) βρίσκεται η Σκήτη της Αγίας Άννας, ένας μικρός οικισμός αποτελούμενος από 52 «καλύβια». Οι σκήτες ανήκουν σε κάποιο από τα 20 μοναστήρια του Αγίου Όρους και χωρίζονται σε ιδιόρρυθμες και κοινοβιακές: στις πρώτες οι μοναχοί συναντώνται μόνο τις Κυριακές, στη λειτουργία και στο γεύμα που ακολουθεί, ενώ στις δεύτερες ζουν πιο συλλογικά (γενικώς, το Άγιον Όρος έχει τη δική του ορολογία και χρειάζεται λίγη προσπάθεια για να εξοικειωθείς).

Η θέα από την εκκλησία σε αποζημιώνει για τη δύσκολη ανάβαση. Ένας μοναχός θα φροντίσει για το κλασικό κέρασμα (λουκούμι και νερό ή τσίπουρο) και θα μας ξεναγήσει στον ναό, εξηγώντας μας τη σημασία του. Μαζί μας και αρκετοί Ρώσοι προσκυνητές, η μεγαλύτερη –όπως αποδείχθηκε τις επόμενες ημέρες– ομάδα επισκεπτών του Αγίου Όρους, που συχνά συνοδεύονται από έναν δίγλωσσο ιερέα. Ακολουθεί πεζοπορική διαδρομή περίπου δύο ωρών μέχρι την Ιερά Μονή Αγίου Παύλου, όπου θα καταλύσουμε το πρώτο μας βράδυ.

Η διαδρομή είναι υπέροχη και όχι ιδιαίτερα απαιτητική, από ένα ανοιχτό μονοπάτι που ακολουθεί το φυσικό ανάγλυφο.

Στο μοναστήρι μάς υποδέχεται ο αρχοντάρης, δηλαδή ο μοναχός ο οποίος έχει τεθεί επικεφαλής της φιλοξενίας. Μετά το κέρασμα, μας οδηγεί σε ένα κτίριο ξενώνων έξω από το μοναστήρι. Εκεί οι προσκυνητές μένουν σε δωμάτια των 5, 8 ή 10 ατόμων, που μοιράζονται δύο τουαλέτες και ένα ντους ανά όροφο. Σεντόνια δεν χρειάζεται να έχεις φέρει μαζί σου (πάντως κάποιοι από την παρέα είχαν φροντίσει να έχουν τους δικούς τους υπνόσακους), τα κρεβάτια είναι ήδη στρωμένα.

Προλαβαίνουμε τον εσπερινό και, αμέσως μετά, το δείπνο. Οι προσκυνητές οδηγούνται στην τράπεζα (σ.σ. την τραπεζαρία), όπου κάθονται –με τη σειρά κατά την οποία εισέρχονται στον χώρο– σε μεγάλα μοναστηριακά τραπέζια με το φαγητό (ομελέτα με λαχανικά, ψωμί, φέτα, σταφύλι, κρασί) να έχει ήδη σερβιριστεί. Μόλις ξεκινήσει η προσευχή, ξεκινά και το φαγητό, κατά τη διάρκεια του οποίου δεν επιτρέπεται να μιλάς. Κάθεσαι, τρως, παρατηρείς τους υπόλοιπους επισκέπτες, αναρωτιέσαι τι να αποζητά ο καθένας από την επίσκεψη αυτή. Το δείπνο ολοκληρώνεται αδιαπραγμάτευτα μόλις τελειώσει η προσευχή και όσοι το επιθυμούν επιστρέφουν στην εκκλησία για το λεγόμενο θησαύρισμα, για να προσκυνήσουν δηλαδή τους θησαυρούς του κάθε μοναστηριού, τα ιερά λείψανα ή κάποια σημαντική εικόνα.

Με το που πέφτει ο ήλιος, οι πόρτες του μοναστηριού κλείνουν και κάπως έτσι λύνεται και η βασική απορία που είχα πριν ακόμη φτάσω εδώ: πόσο αυστηρό θα είναι το πλαίσιο στο οποίο θα κινούμαστε. Η εμπειρία έδειξε ότι στο Άγιον Όρος κανείς δεν θα σε «αναγκάσει» να ακολουθήσεις συγκεκριμένο πρόγραμμα. Ωστόσο, επειδή είναι μέρος της εμπειρίας, ακόμα και όσοι δεν επισκέπτονται την περιοχή με σκοπό να προσκυνήσουν (αλλά από περιέργεια ή για να δουν τα μνημεία και τη φύση) σε γενικές γραμμές καταλήγουν να ακολουθούν το πρόγραμμα του μοναστηριού. Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να παρευρεθείς έστω στο τέλος της λειτουργίας, καθώς το φαγητό έπεται αμέσως μετά, χωρίς άλλη προειδοποίηση.

Η δεύτερη ημέρα ξεκινά πολύ νωρίς. Αποφασίζουμε να παρακολουθήσουμε τον όρθρο, που αρχίζει στις 2 π.μ. Η ατμόσφαιρα είναι όντως πολύ ωραία – χαμηλός φωτισμός (αφού δεν υπάρχει ρεύμα μέσα στην εκκλησία παρά μόνο το φως των κεριών και καντηλιών), ψαλμωδίες, μια γλυκιά ηρεμία. Η λειτουργία τελειώνει στις 6.30, ακολουθεί το πρωινό στην τράπεζα και μετά ετοιμάζουμε τα πράγματά μας για αναχώρηση προς το μονοπάτι που οδηγεί στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου. Το μονοπάτι ξεκινά από το άκρο της παραλίας (πρέπει να ξέρεις πού βρίσκεται, αλλιώς δεν φαίνεται, λόγω της πυκνής βλάστησης) και η διαδρομή είναι μέχρι ένα σημείο έντονα ανηφορική, με θέα που κόβει την ανάσα και τις μυρωδιές και τους ήχους της υπέροχης φύσης να συνοδεύουν την πορεία μας.

 

ΕΝΑ ΑΤΕΛΕΙΩΤΟ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟ

Περίπου μιάμιση ώρα μετά φτάνουμε στο μοναστήρι. Αφού μας υποδέχεται ο αρχοντάρης και μας οδηγεί στο δωμάτιό μας, αφήνουμε τα σακίδιά μας και αναχωρούμε με θαλάσσιο ταξί για την Ιερά Μονή Γρηγορίου. Το μοναστήρι του 14ου αιώνα μ.Χ. βρίσκεται επάνω σε έναν βράχο, δίπλα στη θάλασσα, με έναν μικρό αρσανά, από όπου ξεκινά ένα όμορφο λίθινο μονοπάτι. Περιηγούμαστε στους χώρους του, πίνουμε παγωμένο νερό από την πηγή και επιστρέφουμε με θαλάσσιο ταξί στην Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου για τον εσπερινό και το δείπνο. Συναντούμε πολλούς ανθρώπους: προσκυνητές από χωριά της Μακεδονίας και της Θράκης, μια παρέα από την Κύπρο, δύο Γερμανούς θεολόγους. Όσοι δεν θέλουν να μιλήσουν μπορούν είτε να απομονωθούν στον κοιτώνα τους είτε να επισκεφτούν τη βιβλιοθήκη, η οποία διαθέτει βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου. Να σημειώσω ότι αυτές οι βιβλιοθήκες δεν είναι οι βιβλιοθήκες με τα κειμήλια των μοναστηριών. Αυτές, δυστυχώς, δεν είναι επισκέψιμες από τους προσκυνητές. Από το μπαλκόνι χαζεύoυμε τις εργασίες διευθέτησης ρέματος και διαμόρφωσης διαφόρων επιπέδων που πραγματοποιούνται πίσω από τη μονή. Όλο το Άγιον Όρος είναι ένα εργοτάξιο: σε κάθε μοναστήρι βρίσκονται σε εξέλιξη έργα συντήρησης, ανέγερσης νέων κτιρίων, διευθέτησης ρεμάτων, ανακατασκευής αρσανάδων. Μεγάλος αριθμός κτιρίων σε όλες τις μονές που επισκεφτήκαμε φαίνεται να έχει χτιστεί την τελευταία δεκαετία.

Την τρίτη ημέρα παίρνουμε το φεριμπότ για τη Δάφνη, ένα μικρό λιμανάκι με κάποιες υπηρεσίες και μαγαζιά, από όπου συνεχίζουμε με τα πόδια για την Ιερά Μονή Ξηροποτάμου, στην οποία θα διανυκτερεύσουμε. Ακολουθούμε τον δρόμο μέχρι ένα σημείο και έπειτα μπαίνουμε σε κανονικό μονοπάτι. Μισή ώρα μετά φτάνουμε στο μοναστήρι και τακτοποιούμαστε. Η Ξηροποτάμου δείχνει να είναι η πιο «αυστηρή» από τα μοναστήρια που επισκεφτήκαμε, με την έννοια ότι δεν συναντάς μοναχούς παρά μόνο στην εκκλησία, ενώ, αν συναντηθείς στην αυλή με κάποιον, το πιθανότερο είναι να μη σου δώσει σημασία.

 

ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΙΚΕΣ ΚΑΡΥΕΣ

Αφήνουμε τα πράγματά μας και παίρνουμε ταξί για τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Οι Καρυές έχουν απίστευτη ατμόσφαιρα – θυμίζουν Κωνσταντινούπολη των αρχών του περασμένου αιώνα. Στις Καρυές βρίσκεται και το Πρωτάτο, ο παλαιότερος σωζόμενος ναός του Αγίου Όρους, με υπέροχες αγιογραφίες, όπου φυλάσσεται και η πιο ιερή εικόνα της ορθοδοξίας, το Άξιον Εστί. Στις Καρυές θα βρείτε επίσης μια δυο ταβέρνες, έναν φούρνο και μερικά μαγαζιά.

Επισκεπτόμαστε την Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου, γνωστή για το υπέροχο τέμπλο της, και τη Σκήτη του Αγίου Ανδρέα, όπου βρίσκεται και η Αθωνιάδα Σχολή με μαθητές γυμνασίου και λυκείου (η εικόνα των αγοριών που παίζουν στην αυλή, σε αυτόν τον χώρο και σε αυτό το μέρος, είναι ομολογουμένως παράξενη). Εδώ θα σταθώ λίγο: η σκήτη είναι πολύ εντυπωσιακή λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής της εκκλησίας της αλλά και της ατμόσφαιρας που δημιουργούν τα παλαιά, λιγότερο συντηρημένα κτίρια με τα μπουριά από τις ξυλόσομπες που βγαίνουν από τα παράθυρα. Η Σκήτη του Αγίου Ανδρέα είναι ακριβώς αυτό που πίστευα ότι θα έβλεπα στο Άγιον Όρος και με αυτή τη σκέψη επιστρέφω στο μοναστήρι για ύπνο.

Η τελευταία ημέρα ξεκινά πολύ πρωί, μόλις τελειώνει ο όρθρος. Με μια άνετη πεζοπορία περίπου μιας ώρας σε χωματόδρομο φτάνουμε στην Ιερά Μονή Παντελεήμονος, το ρώσικο μοναστήρι. Το μέγεθός του και το πλήθος μοναχών και επισκεπτών είναι πολύ εντυπωσιακό – λέγεται ότι μπορεί να φιλοξενήσει τεράστιο αριθμό ατόμων (άλλοι μιλούν για 1.000 επισκέπτες, άλλοι για 5.000 ή περισσότερους). Moιάζει με μικρή πόλη, που επεκτείνεται συνέχεια. Εδώ θα θαυμάσουμε τη ρωσική λαϊκή αρχιτεκτονική και θα δούμε τη μεγαλύτερη καμπάνα του Αγίου Όρους, που όταν χτυπά λέγεται ότι ακούγεται σε όλη τη χερσόνησο. Συνεχίζουμε προς την Ιερά Μονή Ξενοφώντος δίπλα στη θάλασσα, όπου όμως δεν έχουμε ευκαιρία για πολλά, καθώς βρίσκεται υπ’ ατμόν με τις ετοιμασίες για το ετήσιο πανηγύρι της. Μια και είναι η ημέρα της αναχώρησής μας –άρα δεν θα κουβαλάμε στην πλάτη ό,τι αγοράσουμε–, κάνουμε μια στάση στο κατάστημά της και παίρνουμε για το σπίτι βότανα, κρασιά και τσίπουρο.

Περπατώντας για 20 λεπτά σε χωματόδρομο, φτάνουμε στην Ιερά Μονή Δοχειαρίου. Ένας τεράστιος γερανός ξεχωρίζει από μακριά – όπως είπαμε, όλο το Άγιον Όρος είναι ένα εργοτάξιο. Στη μονή βρίσκονται σε εξέλιξη αξιόλογες αναστηλωτικές εργασίες, χρηματοδοτούμενες από το ΕΣΠΑ. Αυτό που τραβά την προσοχή μου είναι η «αγιογραφία» που απεικονίζει αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους, όπως τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη. Σύμφωνα με τον μύθο, οι μοναχοί συνέβαλαν στη διάσωση αρχαίων ελληνικών κειμένων. Από τον αρσανά της μονής θα μας παραλάβει το φεριμπότ για Ουρανούπολη. Απολογισμός; Σε τρεισήμισι ημέρες επισκεφτήκαμε οκτώ μοναστήρια και δύο σκήτες, παίρνοντας μια γεύση από την Αθωνική Πολιτεία. Μπορεί η πρώτη επίσκεψη στο Άγιον Όρος να μην επαρκεί για να μπεις στα βαθιά, σου δίνει όμως μια σαφή αίσθηση της φυσιογνωμίας και του ρόλου του.

Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με τα προγράμματά της Agion Oros Treks μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας στο email: info@agionorostrekking.gr